- νεοστασίη
- νεο-στᾰσίη, dub. l. in A.R.3.76 (leg. ἐνεο-), cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοστασίη — νεοστασίη, ἡ (Α) [νεόστατος] (κατά τον Ησύχ.) «ἑτεροίωσις, νεωτερισμός, ἔκπληξις» … Dictionary of Greek